κυριβάζω

κυριβάζω
κυριβάζω (Α)
βλ. κυρηβάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυρηβάζω — και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι 2. γεν. μάχομαι 3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.) 4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι (μτφ) λοιδορούμαι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”